- προμώτος
- Βυζαντινός στρατηγός επί Θεοδοσίου A’ (379 – 395), από τον οποίο διορίστηκε αρχηγός του στρατού στη Θράκη και στην Κάτω Μοισία (τη σημερινή Βουλγαρία). Ο Π. νίκησε κάθε φυλής εισβολείς και προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στο κράτος. Τελικά όμως έπεσε στη δυσμένεια του αυτοκράτορα, έπειτα από διαβολές του διεφθαρμένου αυλικού Ρουφίνου. Ο Π., αγανακτισμένος, ράπισε τον Ρουφίνο και για την πράξη του αυτή μεταφέρθηκε εκ νέου στη Θράκη, όπου και δολοφονήθηκε από μισθοφόρους με διαταγή του Ρουφίνου.
* * *ὁ, Α(για στρατιωτικό) αυτός που έλαβε τιμητική διάκριση, που πήρε προαγωγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. promotus «προαγωγη»].
Dictionary of Greek. 2013.